- ἐκπληρωτικός
- ἐκπληρ-ωτικός, ή, όν,A filling up, completing,
τοῦ πάθους Ph. 1.685
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τοῦ πάθους Ph. 1.685
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εκπληρωτικός — ἐκπληρωτικός, ή, όν (Α) αυτός που συμβάλλει στην εκπλήρωση … Dictionary of Greek
ἐκπληρωτικόν — ἐκπληρωτικός filling up masc acc sg ἐκπληρωτικός filling up neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)